γνωμοδοτώ — (AM γνωμοδοτῶ, έω) εκφέρω υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός … Dictionary of Greek
γνωμοδοτώ — γνωμοδότησα, δίνω έγκυρη γνώμη, γνωματεύω: Τοιατρικό συμβούλιο γνωμοδότησε ότι ο θάνατος του ασθενή προήλθε από ανακοπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωμοδοτῶ — γνωμοδοτέω give advice pres subj act 1st sg (attic epic doric) γνωμοδοτέω give advice pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμοδότημα — το [γνωμοδοτώ] η γνωμοδότηση … Dictionary of Greek
γνωμοδότηση — Όρος που σημαίνει την έκφραση γνώμης ενός προσώπου, μιας αρχής, συμβουλίου κλπ. κατά την περίπτωση στην οποία αρμόδιο λήψης απόφασης είναι άλλο πρόσωπο, αρχή ή δικαστήριο. Στην πολιτική και στην ποινική δικονομία προβλέπεται η γ. των… … Dictionary of Greek